- δικεράτων
- δικέρατοςtwo-hornedmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερεικίδες — (ericaceae). Οικογένεια φυτών της τάξης των δικεράτων, που περιλαμβάνει μικρούς θάμνους ή φρύγανα με ακέραια και αειθαλή φύλλα. Έχουν κανονικά και σπάνια ζυγόμορφα άνθη, ελεύθερα ή συμφυή σέπαλα και πέταλα με στεφάνη σωληνοειδή, κωδωνοειδή ή… … Dictionary of Greek